αγγείο

αγγείο
I
(Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων. Τα αγγειακά κύτταρα προέρχονται από μεριστικά κύτταρα, που αναπτυσσόμενα χάνουν το κυτταροπλασματικό τους περιεχόμενο και επιμηκύνονται, σκληρύνοντας, κατά τρόπο ποικίλο και όχι ομοιόμορφο, τα τοιχώματά τους, τα οποία γίνονται ξυλώδη και παίρνουν συχνά διαφορετική όψη: α. κλιμακωτά, δακτυλιόγλυπτα, ελικόγλυπτα, βοθριόγλυπτα, δικτυόγλυπτα. Γι’ αυτό τον λόγο, στο τέλος της διαφοροποίησής τους τα κύτταρα αυτά παίρνουν τη μορφή ισάριθμων υπερκείμενων δακτυλίων μικρών σωλήνων, έτσι που να σχηματίζουν μια πραγματική σειρά αγωγών. Από την άποψη αυτή υπάρχουν δύο τύποι α.: τα ανοιχτά α. ή τραχείες, όταν έχουν διαλυθεί τα εγκάρσια τοιχώματα των επικείμενων κυττάρων που υπάρχουν στο αγγειόσπερμα, και τα κλειστά α. ή τραχεΐδες, αν, αντίθετα, τα διαχωριστικά τοιχώματα των κυττάρων παραμένουν ανέπαφα. Στα τελευταία αυτά, οι διαχωριστικές μεμβράνες είναι κατά διαφορετικούς τρόπους διάτρητες, φέρουν δηλαδή τα λεγόμενα βοθρία, για να εξασφαλίζεται η κυκλοφορία των χυμών. Ένας ολότελα ξεχωριστός τύπος οπών (αλωφόρα βοθρία)είναι αυτός που συναντάται στις τραχεΐδες των κωνοφόρων: τα κυτταρικά τους τοιχώματα είναι διάστικτα από βοθρία σε σχήμα δίσκου, που ανοίγουν με μια μικρή βαλβίδα. Οι τραχείες φτάνουν συνήθως σε μεγαλύτερο μήκος από τις τραχεΐδες, που κατά κανόνα το μήκος τους δεν υπερβαίνει το 1 χιλιοστό και η τομή τους το ένα δέκατο του χιλιοστού. Στη βελανιδιά, π.χ., οι τραχείες μπορεί να φτάσουν 2 μ.· σε άλλα φυτά, όπως στις κληματίδες, έχουν συνολικό μήκος όσο και ολόκληρο το φυτό. Στο ξύλο των κωνοφόρων, τέλος, λείπουν εντελώς οι τραχείες και η κυκλοφορία των χυμών εξασφαλίζεται με τις ινώδεις τραχεΐδες.
II
(Τέχν.).Κοίλο σκεύος, ποικίλης μορφής, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά.
Τα πρώτα πέτρινα α. εμφανίζονται στις αρχές της νεολιθικής εποχής, πολύ γρήγορα όμως αρχίζει η κατασκευή α. από πηλό: η χρήση τους επεκτείνεται σε όλους τους προϊστορικούς λαούς, εξαιτίας της ευκολίας με την οποία πλάθεται ο πηλός, που επιτρέπει να κατασκευάζονται α. με αρκετά σύνθετη μορφή, όπως π.χ. o αμφορέας. Μεγάλη ώθηση στην αγγειοπλαστική έδωσε η επινόηση του κεραμικού τροχού, που παρείχε τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής α.
Μολονότι τα α. παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και διακόσμησης, ορισμένοι πιο χαρακτηριστικοί και ενδεικτικοί τύποι κατέληξαν να προσδιορίζουν ιδιαίτερες εποχές ή πολιτισμούς της προϊστορικής περιόδου.
Στην Ευρώπη, π.χ., τα α. που η διακόσμησή τους γινόταν με αποτυπώματα, όσο ακόμα ήταν μαλακά, τα διαδέχονται α. με εγχάρακτη διακόσμηση, η οποία χρησιμοποιεί συχνά ως διακοσμητικό στοιχείο τον μαίανδρο ή τη σπείρα –όπως στα σφαιροειδή α. των δουνάβιων πολιτισμών στην περίοδο της ταινιωτής κεραμικής, και τα ζωγραφιστά α. που διακρίνονται σε αρκετούς ρυθμούς.
Αργότερα, τα πήλινα σκεύη του πολιτισμού των λιμναίων οικισμών ξεχωρίζουν με την πλαστική τους διακόσμηση, που χρησιμοποιεί αυλακώσεις, ραβδώσεις και εξογκώματα, ενώ τα α. του απενινικού πολιτισμού χαρακτηρίζονται από πολύπλοκα μοτίβα με χαράγματα ή σκαλίσματα γεμισμένα με λευκή ύλη.
Στον ελληνικό χώρο η παρουσία των λίθινων και πήλινων α. από τους πρωιμότερους χρόνους είναι εντυπωσιακή. Στην Κρήτη έχουμε πολυάριθμα λίθινα α., όπου οι τεχνίτες εκμεταλλεύονται με εκπληκτική ευαισθησία τις φλέβες του λίθου. Στη Θεσσαλία, τα πήλινα α. του νεολιθικού πολιτισμού αποτελούν έξοχα δείγματα ζωγραφιστής κεραμικής (Διμήνι, Σέσκλο). Απλούστερα στη διακόσμηση, αλλά εξαίρετα στην κατασκευή και στο σχήμα, είναι τα α. της πρώτης εποχής του χαλκού στην Ελλάδα (πρωτοελλαδικά). Πολύ χαρακτηριστικά είναι επίσης τα μινύεια και αμαυρόχρωμα α. της επόμενης (μεσοελλαδικής) περιόδου.
Στον κρητομυκηναϊκό πολιτισμό τα α. διακρίνονται για την κομψότητα και την πλούσια διακόσμησή τους, η οποία χρησιμοποιεί άφθονα το χρώμα (καμαραϊκά) και έξοχες παραστάσεις με άνθη (κυρίως λευκό κρίνο με μακρύ βλαστό), θαλάσσια φυτά, αστερίες, όστρακα και κυρίως χταπόδια (θαλάσσιος ρυθμός). Στη μυκηναϊκή τέχνη ξεχωριστή θέση κατέχουν τα περίφημα α. από μέταλλο, κυρίως χρυσό, με διακόσμηση όπου για πρώτη φορά εμφανίζονται ανθρώπινες μορφές.
Στην εποχή του σιδήρου κάθε μεγάλος ευρωπαϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από μορφές α. τυπικές και σταθερές ακόμα και στη διακόσμησή τους. Έτσι ολόκληρη αυτή η περίοδος στην Ελλάδα ονομάζεται γεωμετρική, από τη διακόσμηση των α., που αποτελείται βασικά από γεωμετρικά σχήματα ή μορφές που έχουν αποδοθεί γεωμετρικά. Τυπικό α. του πολιτισμού της Βιλανόβα είναι η δικωνική κάλπη με εγχάρακτους μαιάνδρους· του πολιτισμού του Έστε ο κάδος, διακοσμημένος με εναλλασσόμενες κόκκινες και μαύρες ταινίες· του Χάλστατ οι κάλπες και η κοτύλη, του λατένιου πολιτισμού (από την πόλη Λα Τεν) τα α. σε σχήμα σβούρας ή μπουκάλας κλπ. Χαρακτηριστικό ετρουσκικό α. είναι το μπούκερο.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο αν ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες των αρχαίων χειροποίητων αντικειμένων που έχουν διασωθεί, η προϊστορική αρχαιολογία μελετά τα α. με ιδιαίτερη προσοχή και λεπτολογία. Ακόμα και στην κλασική περίοδο η μελέτη των πιο τυπικών α. –όπως ο λέβης, η λήκυθος, η κύλιξ, ο αμφορέας, o σκύφος, ο κρατήρας, η πυξίδα– και των στοιχείων που εμφανίζονται στη διακόσμησή τους, έχει συμβάλει στο να γίνει όσο είναι δυνατόν καλύτερα γνωστή η εξέλιξη της τέχνης και της τεχνικής στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη.
Ορείχαλκος κρατήρας (4ος αι. π.Χ.) με επίχρυση επιφάνεια, κοσμήματα από άργυρο και ανάγλυφες παραστάσεις (Μουσείο Θεσσαλονίκης, φωτ. Λυκίδη).
Παράσταση σε αθηναϊκό κρατήρα (8ος αι. π.Χ.).
Τα νεολιθικής εποχής αγγεία της Νουβίας (νότια Αίγυπτος και βόρειο Σουδάν), όπως τα εικονιζόμενα του 2000 π.Χ., είναι περιζήτητα από τα μουσεία όλου του κόσμου τόσο για τη σπανιότητά τους όσο και για την καλλιτεχνική τους αρτιότητα, με μια τεχνοτροπία που έχει επιβιώσει εως τις μέρες μας.
Λεπτομέρεια από τοιχογραφία της Γέννησης της Θεοτόκου, όπου απεικονίζεται μία γυναίκα να κρατά αγγείο της εποχής των Κομνηνών (12ος αι.).
Αιγυπτιακό αγγείο της 4ης χιλιετίας από την Άβυδο (Μουσείο Λούβρου, Παρίσι, φωτ. Hannibal).
«Μπούκερο» χαρακτηριστικό αγγείο του ετρουσκικού πολιτισμού, σε κορινθιακό ρυθμό (Εθνικό Μουσείο, Ταρκίνια Ιταλίας).
Πιθάρι καμαραϊκού ρυθμού από τη Φαιστό (Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης, φωτ. Hannibal).
Πτηνόσχημη κυκλαδική πρόχους (Μουσείο Άργους, φωτ. Hannibal).
Χρυσό αγγείο από τις Μυκήνες (φωτ. Hannibal).
Αθηναϊκός κρατήρας γεωμετρικού ρυθμού (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα, φωτ. Hannibal).
Διάφορα είδη ελληνικών αγγείων, το καθένα απο τα οποία προοριζόταν για ειδική χρήση.
2. Αγγειογραφία εγκεφάλου, όπως διακρίνεται σε εξετάσεις με ακτίνες Χ.
3. Αγγειογραφία των αρτηριών του τραχήλου και του ανώτερου μέρους του θώρακα.
* * *
το (Α ἀγγεῑον και ιων. ἀγγήιον)
1. κάθε είδους (χάλκινο, πήλινο κ.λπ.) δοχείο με σκοπό κυρίως χρηστικό (τοποθέτηση και φύλαξη υγρών ή στερεών), αλλά μερικές φορές και με χαρακτήρα διακοσμητικό
2. αιμοφόρος ή λεμφοφόρος σωλήνας ανθρώπων και ζώων
3. αγωγό στοιχείο για τη μεταφορά διαφόρων υλικών μέσα στο φυτό
νεοελλ.
μτφ. «αισχρό ή βρομερό αγγείο», «αγγείο τού Σατανά ή τού διαβόλου» — άνθρωπος κακός, αισχρός, πρόστυχος, πανούργος, ικανός για κάθε κακή πράξη (ίσως από τη σημασία «ανθρώπινο σώμα» που η λ. αγγείο είχε στην αρχαία γλώσσα
πρβλ. και μτφ. σημασίες τής λ. σκεύος στην Καινή Διαθήκη)
αρχ.
1. (ειδικά για το νερό) υδρία
2. γουδί
3. ειδικό σκεύος όπου φύλασσαν χρήματα, χρηματοκιβώτιο
4. δερμάτινος σάκος, ασκός
5. λάρνακα, σαρκοφάγος
6. (για φυτά) η κάψα
7. (στην Ιατρική με διάφορες σημασίες) κυψέλη, πνεύμονας, το γυναικείο στήθος, πλακούντας
8. το ανθρώπινο σώμα
9. μτφ. αγκαλιά, λίκνο (Πλάτ. Κριτίας 111a: «θαλάττης ἀγγεῑον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγος, που σιγά σιγά πήρε τη θέση του.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγγείδιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγγειολογῶ, ἀγγειοτομία, ἀγγειώδης
νεοελλ.
αγγειαλγία, αγγειεκτομή, αγγειογράφος, αγγειοδιασταλτικός, αγγειοθήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — το 1. δοχείο, ιδιαίτερα το ουροδοχείο: Ήταν πολύ άρρωστος και του πήγαιναν το αγγειό. 2. ελεεινός άνθρωπος: Αυτός είναι κακό αγγειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγείο — το 1. δοχείο για υγρά από οποιαδήποτε ύλη, κυρίως όμως πήλινο: Τα αγγεία της αρχαιότητας είχαν ποικίλα σχήματα. 2. ελαστικός σωλήνας στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων που περιέχει αίμα ή λέμφο (φλέβες, αρτηρίες κτλ.): Έσπασε κάποιο αγγείο, είπε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φρανσουά, αγγείο του– — Ελληνικός κρατήρας (570 560 π.Χ.), αριστούργημα της ελληνικής κεραμικής, έργο του αγγειοπλάστη Εργότιμου και του αγγειογράφου Κλιτία. Βρέθηκε το 1844 κοντά στο Κιούζι της Ιταλίας από τον Γάλλο αρχαιολόγο Αλεξάντρ Φρανσουά, από τον οποίο και πήρε… …   Dictionary of Greek

  • κύπελλο — Αγγείο σε σχήμα κάλυκα άνθους, με λαβές ή χωρίς λαβές, με κυκλικό στόμιο και πόδι. Αντικείμενο πανάρχαιο, γνωστό από τη νεολιθική εποχή, εμφανίζεται σε ανεπτυγμένη μορφή στον μινωικό και κυρίως στον μυκηναϊκό πολιτισμό, οπότε δημιουργήθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …   Dictionary of Greek

  • πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… …   Dictionary of Greek

  • αγγειώνω — [αγγείο] εφοδιάζω με αιμοφόρα αγγεία και, διά μέσου αυτών, με αίμα τα διάφορα όργανα τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • λεπαστή — Αγγείο μεγάλων διαστάσεων (είδος κύλικα), το οποίο χρησίμευε ως ποτήρι στα συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων. Η λ., η οποία έχει μονόκογχο σχήμα, οφείλει την ονομασία της στο οστρακοειδές λεπάς, το οποίο διαθέτει μονόκογχο όστρακο. * * * λεπαστή ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”